- πρεσβυτερείο
- και πρεσβυτέριο, το / πρεσβυτερεῑον και πρεσβυτέριον, ΝΑ [πρεσβύτερος]1. το συμβούλιο τών πρεσβυτέρων, το ιερατικό συνέδριο τών Ιουδαίων στην Ιερουσαλήμ, όπου προήδρευε ο για ένα έτος εκλεγμένος αρχιερέας, καθώς και ο τόπος ή το ίδρυμα όπου συνέρχονταν2. το χριστιανικό ιερατείο, το σύνολο τών κληρικών τής Ορθόδοξης Εκκλησίαςνεοελλ.1. (στους Καθολικούς) η κατοικία τού ιερέα2. (ο τ. πρεσβυτερείο) παλαιότερη ονομασία τού Αγίου Βήματος τής εκκλησίαςαρχ.1. το αξίωμα ή υπούργημα τού αρχιερέα2. το σώμα τών αποστόλων.
Dictionary of Greek. 2013.